Σκυθικῶς

Σκυθικῶς
Σκυθικός
with a ruddy complexion
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυθικῶς — Σκυθικός with a ruddy complexion adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθικός — ή, ό / σκυθικός, ή, όν, ΝΑ [Σκύθης / Σκυθία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκύθες ή στη Σκυθία («σκυθικός πολιτισμός») νεοελλ. φρ. α) «σκυθική τέχνη» αρχαιολ. τα αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα και διακοσμητικά στοιχεία σκηνών, κάρων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”